Πώς κρίνω κάτι όταν όμοιο του δεν έχω δοκιμάσει; Πρέπει να το συγκρίνω με αυτό που φτιάχτηκε για να μιμηθεί ή να το αντιμετωπίσω ως κάτι τελείως νέο;
Η βιομηχανία τροφίμων συνεχώς εξελίσσεται και δε σταματά να με εκπλήσσει. Αναγκάζεται να ακολουθήσει τις ανάγκες και τις τάσεις της αγοράς, όπως άλλωστε πάντα έκανε, αλλά πλέον με έναν διαφορετικό τρόπο. Και εκεί που χρόνια όλη η έρευνα επικεντρωνόταν στη γεύση, στον τρόπο με τον οποίο ένα τρόφιμο θα είναι τόσο γευστικό, σχεδόν εθιστικό, πλέον οι πιο διαβασμένοι, απαιτητικοί και δύσπιστοι καταναλωτές δημιουργούν την ανάγκη για τρόφιμα όχι μόνο γευστικά αλλά και υγιεινά.
Η απολύτως χορτοφαγική (vegan) διατροφή αποτελεί μία παγκόσμια τάση θέτοντας μία ιδιαίτερα ελκυστική πρόκληση: πώς θα βρεθούν άξιοι αντικαταστάτες των ζωικών προϊόντων παρέχοντας όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά ενώ διατηρούν γεύση αλλά και μαγειρική παράδοση;
Πριν από λίγο καιρό δε μπορούσα να κατανοήσω γιατί κάποιος ενώ δεν αντέχει στη σκέψη να φάει κρέας θέλει να τρώει vegan bacon, vegan κεφτεδάκια, vegan fish sticks κ.ο.κ. Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη μερίδα ατόμων που ενώ τους αρέσει το κρέας, το ψάρι, η γεύση τους και όλες οι συνταγές που τα περιλαμβάνουν, οι λόγοι που επιλέγουν να μη το καταναλώσουν είναι καθαρά ηθικοί και αφορούν την αποστροφή στην ιδέα κατανάλωσης νεκρών ζώων.
Είμαι αρκετά δύσπιστη με όλα αυτά τα προϊόντα που ονομάζονται υπό- κατάστατα και πάντοτε τα δοκιμάζω για να καταλάβω τελικά ποια από αυτά είναι υπό- και ποια αντί- καταστάτες των αντίστοιχων ζωικών προϊόντων.

Ξεκινάω λοιπόν με τη εταιρεία Good Catch η οποία με κύριο στόχο τη διαφύλαξη ενός βιώσιμου θαλάσσιου οικοσυστήματος, σχεδίασε και παράγει μία σειρά προϊόντων με συστατικά φυτικής προέλευσης που αποτελούν απομίμηση θαλασσινών. Δοκίμασα τα φακελάκια με κομμάτια «τόνου» (fish-like tuna flakes).

Ως βάση για τα προϊόντα, χρησιμοποιείται ένα μίγμα έξι συστατικών φυτικής προέλευσης (πρωτεΐνη μπιζελιού, πρωτεΐνη σόγιας, αλεύρι ρεβιθιού, πρωτεΐνη φάβας και φακής καθώς και σκόνη φασολιού). Στα συν, είναι η προσθήκη φυτικής πηγής ωμέγα-3 λιπαρών οξέων (algal oil) ένα θρεπτικό συστατικό που αποζητούμε από την κατανάλωση ψαριού.

Έχει μία ευχάριστη και καθόλου έντονη μυρωδιά ψαριού. Διαβάζω πως αυτός ήταν και ο στόχος της ομάδα που το σχεδίασε: έδωσαν έμφαση στην ανάπτυξη της υφής και την υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη αποφεύγοντας ταυτόχρονα την απωθητικά έντονη μυρωδιά μίας κονσέρβας τόνου.

Διατροφικά, αποτελεί πράγματι μία εξαιρετική πηγή φυτικής πρωτεΐνης (18 γραμμάρια/ σακουλάκι), χωρίς κορεσμένα λιπαρά και γλουτένη ενώ είναι και χαμηλό σε θερμίδες. Αν συνδυαστεί με ρύζι ή ψωμί και λαχανικά αποτελεί ιδανικό πλήρες γεύμα.
Ωστόσο, εντόπισα ένα πρόβλημα το οποίο έχω εντοπίσει δοκιμάζοντας και άλλα προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτική πρωτεΐνη: ενώ η γεύση τους και η υφή τους αρχικά είναι καλή, αφήνουν μία δυσάρεστη επίγευση που πιθανότατα οφείλεται στην πρωτεΐνη μπιζελιού. Ωστόσο, με ένα dressing, spread, ή απλά με λεμόνι, ελαιόλαδο και μπαχαρικά αυτό είναι κάτι που μπορούμε να παραβλέψουμε.

Είναι εντυπωσιακό πόσο κοντά στην υφή, την όψη και τη μυρωδιά ψαριού μπορεί να φτάσει ένα μείγμα οσπρίων. Κατά την άποψη μου η γεύση δε πλησιάζει αρκετά και σίγουρα είναι ένα προϊόν που χρειάζεται διάφορα συνοδευτικά. Από διατροφικής άποψης, είναι μία καλή επιλογή τόσο για τους αυστηρά χορτοφάγους αλλά και για εκείνους τους “παμφάγους” που πειραματίζονται και δε διστάζουν να δοκιμάσουν και διαφορετικούς τρόπους κατανάλωσης.